- βελόνα
- Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου. Βρίσκεται ανάμεσα στη Λέρο και στην Κάλυμνο.
* * *η (AM βελόνη)1. λεπτό μετάλλινο όργανο ραφής με αιχμηρή άκρη και τρύπα στο πλατύτερο μέρος του για να περνάει η κλωστή2. η λεπτή αιχμή οποιουδήποτε αντικειμένουνεοελλ.1. ο δείκτης του ρολογιού ή της μαγνητικής πυξίδας2. οποιοδήποτε εργαλείο ή εξάρτημα μηχανής ή όπλου, το οποίο μοιάζει με βελόνα3. μέρος της διάταξης αλλαγής πορείας στις σιδηροδρομικές γραμμές4. λεπτή μεταλλική ή από άλλο υλικό ράβδος, με αγκιστρωτό άκρο, που χρησιμοποιείται στο πλέξιμο5. λεπτός, αιχμηρός σωλήνας, προσαρμοσμένος σε σύριγγα με έμβολο, για τη διοχέτευση υγρού στο σώμα6. η βελονίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βελόνη φέρει επίθημα -όνη χαρακτηριστικό λέξεων που δηλώνουν όργανα, εργαλεία, σκεύη (πρβλ. ακόνη, περόνη, σφενδόνη κ.ά.). Η από μορφολογικής απόψεως εύστοχη σύνδεση της λ. με το βέλος* προσκρούει σε σημασιολογικές δυσκολίες, γι' αυτό και υποστηρίχθηκε η σχέση της με το δέλλιθες «σφήκες» και λιθ. geliu, gelti «τρυπώ, σουβλίζω».ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. βελόνινεοελλ.βελονάκι, βελονάς, βελονάτος, βελονιά, βελονισμός, βελονωτός.ΣΥΝΘ. βελονοπώληςνεοελλ.βελονάγρα, βελονογλωσσικός, βελονογναθικός, βελονοειδής, βελονοθήκη, βελονοκάτοχο, βελονομαστοειδής, βελονονυγμός, βελονοποιός, βελονότρυπα, βελονοϋοειδής, βελονοφαρυγγικός, βελονοφυλακας, βελονόφυλλος].
Dictionary of Greek. 2013.